- παρεκτρίβομαι
- παρεκ-τρίβομαι [pron. full] [ῑ], [voice] Pass.,A suffer friction, Arist.Cael.289a20.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
παρεκτρίβομαι — Α [εκτρίβω] 1. εκβάλλω κάτι πλαγίως με την τριβή 2. παθ. εκτρίβομαι ισχυρώς, υφίσταμαι έντονη τριβή («παρεκτριβομένου τοῡ ἀέρος», Αριστοτ.) … Dictionary of Greek